Ο επουράνιος Θεός
Εν τη πόλη Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδερφό της
Τον γλυκύ καρδιακό της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον μοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτην
Κίνησε ο Χριστός για να' ρθει.
Και βγήκε κι η Μαρία έξω
Από τη Βηθανία.
και εμπρός του γονατίζει
και τα Πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω
Και καλότατα εξεύρω
πως μπορείς αν το θελήσεις
Και νεκρούς να ανασταίνεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρε
Λάζαρε να μη σε πάρει:
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
Φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς από τον Άδη
Ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος αποκρίθη,
Ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
Και με το κερί ζωσμένος
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον
Εν τη πόλη Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδερφό της
Τον γλυκύ καρδιακό της
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
Και τον μοιρολογούσαν
Την ημέρα την τετάρτην
Κίνησε ο Χριστός για να' ρθει.
Και βγήκε κι η Μαρία έξω
Από τη Βηθανία.
και εμπρός του γονατίζει
και τα Πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαινε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω
Και καλότατα εξεύρω
πως μπορείς αν το θελήσεις
Και νεκρούς να ανασταίνεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
Και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρε
Λάζαρε να μη σε πάρει:
Δεύρο έξω Λάζαρε μου,
Φίλε και αγαπητέ μου
Παρευθύς από τον Άδη
Ως εξαίσιο σημάδι.
Λάζαρος αποκρίθη,
Ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
Και με το κερί ζωσμένος
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
Να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδίας, των χειλέων
Και μη με ρωτάτε πλέον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου